ορθόπλους

ορθόπλους
ὀρθόπλους, -ουν και -οος, -οον (Α)
1. αυτός που κάνει ευχάριστο ταξίδι
2. μτφ. επιτυχημένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)-* + πλόος / πλοῦς (πρβλ. εύ-πλους)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ορθ(ο)- — (I) (ΑΜ ορθ[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ορθός και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού όρθιου, τού ίσιου, τού ευθέος, τού κάθετου (πρβλ. ορθο κέρατος, ορθο τενής, ορθό τριχος, ορθο χαίτης) ή …   Dictionary of Greek

  • ορθοπλοώ — ὀρθοπλοῶ, έω (Α) [ορθόπλους] 1. πλέω κατευθείαν, έχω καλό πλου, κάνω ευχάριστο ταξίδι 2. μτφ. επιτυγχάνω, προχωρώ επιτυχώς …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”